κοντοβασιλεύω

κοντοβασιλεύω
(για τον ήλιο) (και απρόσ.) κλίνω προς τη δύση, πλησιάζω να δύσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + βασιλεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοντοβασιλεύω — κοντοβασίλεψα, κοντοβασιλεμένος, γέρνω προς τη δύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντοβασίλεμα — το [κοντοβασιλεύω] η ώρα που πλησιάζει να δύσει ο ήλιος, η ώρα τού ηλιοβασιλέματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”